-
1 упрёк
-а α.μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγόρια-επίκριση•строгий упрёк αυστηρή μομφή•
упрёк взаимныеупрёки αλληλοκατηγορίες•
осыпать -ами кого-н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον.
εκφρ.бросить упрёк кому – επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω•ставить в упрёк кому что – κατηγορώ κάποιον για κάτι•не в упрёк кому – όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον•без -а – παλ. άμεμπτα, άψογα.